οφεωπλόκαμος

οφεωπλόκαμος
ὀφεωπλόκαμος, -ον (ΑΜ, Α δ. γρφ. ὀφεοπλόκαμος, -ον)
βλ. οφιοπλόκαμος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὀφεωπλόκαμον — ὀφεωπλόκαμος with serpent hair masc/fem acc sg ὀφεωπλόκαμος with serpent hair neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οφιοπλόκαμος — η, ο (ΑΜ ὀφιοπλόκαμος και ὀφεωπλόκαμος, ον, Α δ. γρφ. ὀφεοπλόκαμος, ον) αυτός που έχει οφιοειδείς πλοκάμους ή αυτός που έχει πλοκάμους που αποτελούνται από φίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, ιος / εως / εος + πλόκαμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”